φιλειρηνιστικός

φιλειρηνιστικός
-ή, -ό, Ν [φιλειρηνιστής]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φιλειρηνισμό
2. αυτός που υποστηρίζει τον φιλειρηνισμό, φιλειρηνικός («φιλειρηνιστική οργάνωση»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”